υπερδιαμόρφωση

υπερδιαμόρφωση
η, Ν
(ραδιοτεχν.) διαμόρφωση που ξεπερνά το ποσοστό 100%, οπότε οι μεταδιδόμενοι από τον αντίστοιχο πομπό ήχοι είναι παραμορφωμένοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ-* + διαμόρφωση].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • υπερδιαμορφωμένος — η, ο, Ν (ραδιοτεχν.) (για πομπό) αυτός που έχει υποστεί υπερδιαμόρφωση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”